Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακρυφή
κατακρώζω
κατακτάομαι
κατακτεατίζομαι
κατακτείνω
κατακτενίζω
κατακτενισμός
κατάκτενος
κατάκτης
κατάκτησις
κατακτός
κατάκτρια
κατακτυπέω
κατακτύπησις
κατακυβεύω
κατακυβιστάω
κατακυκάω
κατακυκλόω
κατακυλίνδω
κατακύλλωμα
κατακυμοτακής
View word page
κατακτός
to be sunk

ShortDef

to be sunk

Debugging

Headword:
κατακτός
Headword (normalized):
κατακτός
Headword (normalized/stripped):
κατακτος
IDX:
45886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45887
Key:

Data

{'content': 'to be sunk'}