Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατακρύβδην
κατακρύπτω
κατακρυφή
κατακρώζω
κατακτάομαι
κατακτεατίζομαι
κατακτείνω
κατακτενίζω
κατακτενισμός
κατάκτενος
κατάκτης
κατάκτησις
κατακτός
κατάκτρια
κατακτυπέω
κατακτύπησις
κατακυβεύω
κατακυβιστάω
κατακυκάω
κατακυκλόω
κατακυλίνδω
View word page
κατάκτης
visitor, guest
ShortDef
visitor, guest
Debugging
Headword:
κατάκτης
Headword (normalized):
κατάκτης
Headword (normalized/stripped):
κατακτης
IDX:
45884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45885
Key:
Data
{'content': 'visitor, guest'}