Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακρούω
κατακρύβδην
κατακρύπτω
κατακρυφή
κατακρώζω
κατακτάομαι
κατακτεατίζομαι
κατακτείνω
κατακτενίζω
κατακτενισμός
κατάκτενος
κατάκτης
κατάκτησις
κατακτός
κατάκτρια
κατακτυπέω
κατακτύπησις
κατακυβεύω
κατακυβιστάω
κατακυκάω
κατακυκλόω
View word page
κατάκτενος
carefully combed

ShortDef

carefully combed

Debugging

Headword:
κατάκτενος
Headword (normalized):
κατάκτενος
Headword (normalized/stripped):
κατακτενος
IDX:
45883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45884
Key:

Data

{'content': 'carefully combed'}