Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακρουστικός
κατακρούω
κατακρύβδην
κατακρύπτω
κατακρυφή
κατακρώζω
κατακτάομαι
κατακτεατίζομαι
κατακτείνω
κατακτενίζω
κατακτενισμός
κατάκτενος
κατάκτης
κατάκτησις
κατακτός
κατάκτρια
κατακτυπέω
κατακτύπησις
κατακυβεύω
κατακυβιστάω
κατακυκάω
View word page
κατακτενισμός
careful combing

ShortDef

careful combing

Debugging

Headword:
κατακτενισμός
Headword (normalized):
κατακτενισμός
Headword (normalized/stripped):
κατακτενισμος
IDX:
45882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45883
Key:

Data

{'content': 'careful combing'}