Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάκρουσις
κατακρουστικός
κατακρούω
κατακρύβδην
κατακρύπτω
κατακρυφή
κατακρώζω
κατακτάομαι
κατακτεατίζομαι
κατακτείνω
κατακτενίζω
κατακτενισμός
κατάκτενος
κατάκτης
κατάκτησις
κατακτός
κατάκτρια
κατακτυπέω
κατακτύπησις
κατακυβεύω
κατακυβιστάω
View word page
κατακτενίζω
comb, dress carefully

ShortDef

comb, dress carefully

Debugging

Headword:
κατακτενίζω
Headword (normalized):
κατακτενίζω
Headword (normalized/stripped):
κατακτενιζω
IDX:
45881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45882
Key:

Data

{'content': 'comb, dress carefully'}