Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακρουνισμός
κατάκρουσις
κατακρουστικός
κατακρούω
κατακρύβδην
κατακρύπτω
κατακρυφή
κατακρώζω
κατακτάομαι
κατακτεατίζομαι
κατακτείνω
κατακτενίζω
κατακτενισμός
κατάκτενος
κατάκτης
κατάκτησις
κατακτός
κατάκτρια
κατακτυπέω
κατακτύπησις
κατακυβεύω
View word page
κατακτείνω
to kill, slay, murder

ShortDef

to kill, slay, murder

Debugging

Headword:
κατακτείνω
Headword (normalized):
κατακτείνω
Headword (normalized/stripped):
κατακτεινω
IDX:
45880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45881
Key:

Data

{'content': 'to kill, slay, murder'}