Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακρουνίζω
κατακρουνισμός
κατάκρουσις
κατακρουστικός
κατακρούω
κατακρύβδην
κατακρύπτω
κατακρυφή
κατακρώζω
κατακτάομαι
κατακτεατίζομαι
κατακτείνω
κατακτενίζω
κατακτενισμός
κατάκτενος
κατάκτης
κατάκτησις
κατακτός
κατάκτρια
κατακτυπέω
κατακτύπησις
View word page
κατακτεατίζομαι
get for oneself

ShortDef

get for oneself

Debugging

Headword:
κατακτεατίζομαι
Headword (normalized):
κατακτεατίζομαι
Headword (normalized/stripped):
κατακτεατιζομαι
IDX:
45879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45880
Key:

Data

{'content': 'get for oneself'}