Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄμητος
ἀμήτωρ
ἀμηχανάω
ἀμηχανέω
ἀμηχανία
ἀμηχανίη
ἀμηχανοεργός
ἀμηχανοποιέομαι
ἀμήχανος
ἁμηῷος
ἄμι
ἀμία
ἀμία2
ἀμίαντος
ἀμίας
ἀμιγής
ἄμιθα
ἄμικτος
Ἀμίλκας
ἅμιλλα
ἁμιλλάομαι
View word page
ἄμι
[carum copticum, Eg. ajowan]

ShortDef

[carum copticum, Eg. ajowan]

Debugging

Headword:
ἄμι
Headword (normalized):
ἄμι
Headword (normalized/stripped):
αμι
IDX:
4587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4588
Key:

Data

{'content': '[carum copticum, Eg. ajowan]'}