Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάκροτος
κατακρουνίζω
κατακρουνισμός
κατάκρουσις
κατακρουστικός
κατακρούω
κατακρύβδην
κατακρύπτω
κατακρυφή
κατακρώζω
κατακτάομαι
κατακτεατίζομαι
κατακτείνω
κατακτενίζω
κατακτενισμός
κατάκτενος
κατάκτης
κατάκτησις
κατακτός
κατάκτρια
κατακτυπέω
View word page
κατακτάομαι
to get for oneself entirely, gain possession of

ShortDef

to get for oneself entirely, gain possession of

Debugging

Headword:
κατακτάομαι
Headword (normalized):
κατακτάομαι
Headword (normalized/stripped):
κατακταομαι
IDX:
45878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45879
Key:

Data

{'content': 'to get for oneself entirely, gain possession of'}