Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακροτέω
κατάκροτος
κατακρουνίζω
κατακρουνισμός
κατάκρουσις
κατακρουστικός
κατακρούω
κατακρύβδην
κατακρύπτω
κατακρυφή
κατακρώζω
κατακτάομαι
κατακτεατίζομαι
κατακτείνω
κατακτενίζω
κατακτενισμός
κατάκτενος
κατάκτης
κατάκτησις
κατακτός
κατάκτρια
View word page
κατακρώζω
to croak at, croak down

ShortDef

to croak at, croak down

Debugging

Headword:
κατακρώζω
Headword (normalized):
κατακρώζω
Headword (normalized/stripped):
κατακρωζω
IDX:
45877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45878
Key:

Data

{'content': 'to croak at, croak down'}