Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακροταλίζω
κατακροτέω
κατάκροτος
κατακρουνίζω
κατακρουνισμός
κατάκρουσις
κατακρουστικός
κατακρούω
κατακρύβδην
κατακρύπτω
κατακρυφή
κατακρώζω
κατακτάομαι
κατακτεατίζομαι
κατακτείνω
κατακτενίζω
κατακτενισμός
κατάκτενος
κατάκτης
κατάκτησις
κατακτός
View word page
κατακρυφή
concealment: a subterfuge

ShortDef

concealment: a subterfuge

Debugging

Headword:
κατακρυφή
Headword (normalized):
κατακρυφή
Headword (normalized/stripped):
κατακρυφη
IDX:
45876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45877
Key:

Data

{'content': 'concealment: a subterfuge'}