Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατακροάομαι
κατακροταλίζω
κατακροτέω
κατάκροτος
κατακρουνίζω
κατακρουνισμός
κατάκρουσις
κατακρουστικός
κατακρούω
κατακρύβδην
κατακρύπτω
κατακρυφή
κατακρώζω
κατακτάομαι
κατακτεατίζομαι
κατακτείνω
κατακτενίζω
κατακτενισμός
κατάκτενος
κατάκτης
κατάκτησις
View word page
κατακρύπτω
to cover over, hide away, conceal
ShortDef
to cover over, hide away, conceal
Debugging
Headword:
κατακρύπτω
Headword (normalized):
κατακρύπτω
Headword (normalized/stripped):
κατακρυπτω
IDX:
45875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45876
Key:
Data
{'content': 'to cover over, hide away, conceal'}