Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάκρισις
κατάκριτος
κατακροάομαι
κατακροταλίζω
κατακροτέω
κατάκροτος
κατακρουνίζω
κατακρουνισμός
κατάκρουσις
κατακρουστικός
κατακρούω
κατακρύβδην
κατακρύπτω
κατακρυφή
κατακρώζω
κατακτάομαι
κατακτεατίζομαι
κατακτείνω
κατακτενίζω
κατακτενισμός
κατάκτενος
View word page
κατακρούω
knock
ShortDef
knock
Debugging
Headword:
κατακρούω
Headword (normalized):
κατακρούω
Headword (normalized/stripped):
κατακρουω
IDX:
45873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45874
Key:
Data
{'content': 'knock'}