Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατακριβόω
κατακριδεύω
κατάκριμα
κατακρίνω
κατακρίσιμος
κατάκρισις
κατάκριτος
κατακροάομαι
κατακροταλίζω
κατακροτέω
κατάκροτος
κατακρουνίζω
κατακρουνισμός
κατάκρουσις
κατακρουστικός
κατακρούω
κατακρύβδην
κατακρύπτω
κατακρυφή
κατακρώζω
κατακτάομαι
View word page
κατάκροτος
noisy
ShortDef
noisy
Debugging
Headword:
κατάκροτος
Headword (normalized):
κατάκροτος
Headword (normalized/stripped):
κατακροτος
IDX:
45868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45869
Key:
Data
{'content': 'noisy'}