Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάκρημνος
κατακριβόω
κατακριδεύω
κατάκριμα
κατακρίνω
κατακρίσιμος
κατάκρισις
κατάκριτος
κατακροάομαι
κατακροταλίζω
κατακροτέω
κατάκροτος
κατακρουνίζω
κατακρουνισμός
κατάκρουσις
κατακρουστικός
κατακρούω
κατακρύβδην
κατακρύπτω
κατακρυφή
κατακρώζω
View word page
κατακροτέω
applaud excessively

ShortDef

applaud excessively

Debugging

Headword:
κατακροτέω
Headword (normalized):
κατακροτέω
Headword (normalized/stripped):
κατακροτεω
IDX:
45867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45868
Key:

Data

{'content': 'applaud excessively'}