Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατακρημνιστής
κατάκρημνος
κατακριβόω
κατακριδεύω
κατάκριμα
κατακρίνω
κατακρίσιμος
κατάκρισις
κατάκριτος
κατακροάομαι
κατακροταλίζω
κατακροτέω
κατάκροτος
κατακρουνίζω
κατακρουνισμός
κατάκρουσις
κατακρουστικός
κατακρούω
κατακρύβδην
κατακρύπτω
κατακρυφή
View word page
κατακροταλίζω
make a loud rattling noise
ShortDef
make a loud rattling noise
Debugging
Headword:
κατακροταλίζω
Headword (normalized):
κατακροταλίζω
Headword (normalized/stripped):
κατακροταλιζω
IDX:
45866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45867
Key:
Data
{'content': 'make a loud rattling noise'}