Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακρημνισμός
κατακρημνιστής
κατάκρημνος
κατακριβόω
κατακριδεύω
κατάκριμα
κατακρίνω
κατακρίσιμος
κατάκρισις
κατάκριτος
κατακροάομαι
κατακροταλίζω
κατακροτέω
κατάκροτος
κατακρουνίζω
κατακρουνισμός
κατάκρουσις
κατακρουστικός
κατακρούω
κατακρύβδην
κατακρύπτω
View word page
κατακροάομαι
listen attentively to

ShortDef

listen attentively to

Debugging

Headword:
κατακροάομαι
Headword (normalized):
κατακροάομαι
Headword (normalized/stripped):
κατακροαομαι
IDX:
45865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45866
Key:

Data

{'content': 'listen attentively to'}