Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακρημνίζω
κατακρημνισμός
κατακρημνιστής
κατάκρημνος
κατακριβόω
κατακριδεύω
κατάκριμα
κατακρίνω
κατακρίσιμος
κατάκρισις
κατάκριτος
κατακροάομαι
κατακροταλίζω
κατακροτέω
κατάκροτος
κατακρουνίζω
κατακρουνισμός
κατάκρουσις
κατακρουστικός
κατακρούω
κατακρύβδην
View word page
κατάκριτος
condemned, sentenced

ShortDef

condemned, sentenced

Debugging

Headword:
κατάκριτος
Headword (normalized):
κατάκριτος
Headword (normalized/stripped):
κατακριτος
IDX:
45864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45865
Key:

Data

{'content': 'condemned, sentenced'}