Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακρέμαμαι
κατακρεμάννυμι
κατακρεμασμός
κατακρέμαστος
κατακρεουργέω
κατάκρηθεν
κατακρήμναμαι
κατακρημνίζω
κατακρημνισμός
κατακρημνιστής
κατάκρημνος
κατακριβόω
κατακριδεύω
κατάκριμα
κατακρίνω
κατακρίσιμος
κατάκρισις
κατάκριτος
κατακροάομαι
κατακροταλίζω
κατακροτέω
View word page
κατάκρημνος
steep and rugged

ShortDef

steep and rugged

Debugging

Headword:
κατάκρημνος
Headword (normalized):
κατάκρημνος
Headword (normalized/stripped):
κατακρημνος
IDX:
45857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45858
Key:

Data

{'content': 'steep and rugged'}