Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατακρατικός
κατακρέμαμαι
κατακρεμάννυμι
κατακρεμασμός
κατακρέμαστος
κατακρεουργέω
κατάκρηθεν
κατακρήμναμαι
κατακρημνίζω
κατακρημνισμός
κατακρημνιστής
κατάκρημνος
κατακριβόω
κατακριδεύω
κατάκριμα
κατακρίνω
κατακρίσιμος
κατάκρισις
κατάκριτος
κατακροάομαι
κατακροταλίζω
View word page
κατακρημνιστής
one who throws headlong down
ShortDef
one who throws headlong down
Debugging
Headword:
κατακρημνιστής
Headword (normalized):
κατακρημνιστής
Headword (normalized/stripped):
κατακρημνιστης
IDX:
45856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45857
Key:
Data
{'content': 'one who throws headlong down'}