Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμητής
ἀμητικός
ἀμητίσκος
ἄμητος
ἀμήτωρ
ἀμηχανάω
ἀμηχανέω
ἀμηχανία
ἀμηχανίη
ἀμηχανοεργός
ἀμηχανοποιέομαι
ἀμήχανος
ἁμηῷος
ἄμι
ἀμία
ἀμία2
ἀμίαντος
ἀμίας
ἀμιγής
ἄμιθα
ἄμικτος
View word page
ἀμηχανοποιέομαι
go awkwardly to work

ShortDef

go awkwardly to work

Debugging

Headword:
ἀμηχανοποιέομαι
Headword (normalized):
ἀμηχανοποιέομαι
Headword (normalized/stripped):
αμηχανοποιεομαι
IDX:
4584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4585
Key:

Data

{'content': 'go awkwardly to work'}