Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάκουσις
κατακουστής
κατακούω
κατακράζω
κατακρανία
κατάκρασις
κατακρατέω
κατακράτησις
κατακρατικός
κατακρέμαμαι
κατακρεμάννυμι
κατακρεμασμός
κατακρέμαστος
κατακρεουργέω
κατάκρηθεν
κατακρήμναμαι
κατακρημνίζω
κατακρημνισμός
κατακρημνιστής
κατάκρημνος
κατακριβόω
View word page
κατακρεμάννυμι
to hang up

ShortDef

to hang up

Debugging

Headword:
κατακρεμάννυμι
Headword (normalized):
κατακρεμάννυμι
Headword (normalized/stripped):
κατακρεμαννυμι
IDX:
45848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45849
Key:

Data

{'content': 'to hang up'}