Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατακόσμησις
κατακοσμητέος
κατάκοσμος
κατακοτταβίζω
κατάκουσις
κατακουστής
κατακούω
κατακράζω
κατακρανία
κατάκρασις
κατακρατέω
κατακράτησις
κατακρατικός
κατακρέμαμαι
κατακρεμάννυμι
κατακρεμασμός
κατακρέμαστος
κατακρεουργέω
κατάκρηθεν
κατακρήμναμαι
κατακρημνίζω
View word page
κατακρατέω
to prevail over
ShortDef
to prevail over
Debugging
Headword:
κατακρατέω
Headword (normalized):
κατακρατέω
Headword (normalized/stripped):
κατακρατεω
IDX:
45844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45845
Key:
Data
{'content': 'to prevail over'}