Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάκορος
κατακοσμέω
κατακόσμησις
κατακοσμητέος
κατάκοσμος
κατακοτταβίζω
κατάκουσις
κατακουστής
κατακούω
κατακράζω
κατακρανία
κατάκρασις
κατακρατέω
κατακράτησις
κατακρατικός
κατακρέμαμαι
κατακρεμάννυμι
κατακρεμασμός
κατακρέμαστος
κατακρεουργέω
κατάκρηθεν
View word page
κατακρανία
an affection of the head

ShortDef

an affection of the head

Debugging

Headword:
κατακρανία
Headword (normalized):
κατακρανία
Headword (normalized/stripped):
κατακρανια
IDX:
45842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45843
Key:

Data

{'content': 'an affection of the head'}