Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατακορμίζω
κατάκορος
κατακοσμέω
κατακόσμησις
κατακοσμητέος
κατάκοσμος
κατακοτταβίζω
κατάκουσις
κατακουστής
κατακούω
κατακράζω
κατακρανία
κατάκρασις
κατακρατέω
κατακράτησις
κατακρατικός
κατακρέμαμαι
κατακρεμάννυμι
κατακρεμασμός
κατακρέμαστος
κατακρεουργέω
View word page
κατακράζω
to cry down, outdo in crying
ShortDef
to cry down, outdo in crying
Debugging
Headword:
κατακράζω
Headword (normalized):
κατακράζω
Headword (normalized/stripped):
κατακραζω
IDX:
45841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45842
Key:
Data
{'content': 'to cry down, outdo in crying'}