Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατακορής
κατακορμίζω
κατάκορος
κατακοσμέω
κατακόσμησις
κατακοσμητέος
κατάκοσμος
κατακοτταβίζω
κατάκουσις
κατακουστής
κατακούω
κατακράζω
κατακρανία
κατάκρασις
κατακρατέω
κατακράτησις
κατακρατικός
κατακρέμαμαι
κατακρεμάννυμι
κατακρεμασμός
κατακρέμαστος
View word page
κατακούω
to hear and obey, be subject to
ShortDef
to hear and obey, be subject to
Debugging
Headword:
κατακούω
Headword (normalized):
κατακούω
Headword (normalized/stripped):
κατακουω
IDX:
45840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45841
Key:
Data
{'content': 'to hear and obey, be subject to'}