Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακορακόω
κατακορής
κατακορμίζω
κατάκορος
κατακοσμέω
κατακόσμησις
κατακοσμητέος
κατάκοσμος
κατακοτταβίζω
κατάκουσις
κατακουστής
κατακούω
κατακράζω
κατακρανία
κατάκρασις
κατακρατέω
κατακράτησις
κατακρατικός
κατακρέμαμαι
κατακρεμάννυμι
κατακρεμασμός
View word page
κατακουστής
listener

ShortDef

listener

Debugging

Headword:
κατακουστής
Headword (normalized):
κατακουστής
Headword (normalized/stripped):
κατακουστης
IDX:
45839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45840
Key:

Data

{'content': 'listener'}