Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατακόπωσις
κατακορακόω
κατακορής
κατακορμίζω
κατάκορος
κατακοσμέω
κατακόσμησις
κατακοσμητέος
κατάκοσμος
κατακοτταβίζω
κατάκουσις
κατακουστής
κατακούω
κατακράζω
κατακρανία
κατάκρασις
κατακρατέω
κατακράτησις
κατακρατικός
κατακρέμαμαι
κατακρεμάννυμι
View word page
κατάκουσις
hearing
ShortDef
hearing
Debugging
Headword:
κατάκουσις
Headword (normalized):
κατάκουσις
Headword (normalized/stripped):
κατακουσις
IDX:
45838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45839
Key:
Data
{'content': 'hearing'}