Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάκοπος
κατακόπτης
κατακόπτω
κατακόπωσις
κατακορακόω
κατακορής
κατακορμίζω
κατάκορος
κατακοσμέω
κατακόσμησις
κατακοσμητέος
κατάκοσμος
κατακοτταβίζω
κατάκουσις
κατακουστής
κατακούω
κατακράζω
κατακρανία
κατάκρασις
κατακρατέω
κατακράτησις
View word page
κατακοσμητέος
to be adorned

ShortDef

to be adorned

Debugging

Headword:
κατακοσμητέος
Headword (normalized):
κατακοσμητέος
Headword (normalized/stripped):
κατακοσμητεος
IDX:
45835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45836
Key:

Data

{'content': 'to be adorned'}