Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακοπή
κατάκοπος
κατακόπτης
κατακόπτω
κατακόπωσις
κατακορακόω
κατακορής
κατακορμίζω
κατάκορος
κατακοσμέω
κατακόσμησις
κατακοσμητέος
κατάκοσμος
κατακοτταβίζω
κατάκουσις
κατακουστής
κατακούω
κατακράζω
κατακρανία
κατάκρασις
κατακρατέω
View word page
κατακόσμησις
arrangement

ShortDef

arrangement

Debugging

Headword:
κατακόσμησις
Headword (normalized):
κατακόσμησις
Headword (normalized/stripped):
κατακοσμησις
IDX:
45834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45835
Key:

Data

{'content': 'arrangement'}