Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακονδύλιστος
κατακοντίζω
κατακοπή
κατάκοπος
κατακόπτης
κατακόπτω
κατακόπωσις
κατακορακόω
κατακορής
κατακορμίζω
κατάκορος
κατακοσμέω
κατακόσμησις
κατακοσμητέος
κατάκοσμος
κατακοτταβίζω
κατάκουσις
κατακουστής
κατακούω
κατακράζω
κατακρανία
View word page
κατάκορος
to excess, intemperately

ShortDef

to excess, intemperately

Debugging

Headword:
κατάκορος
Headword (normalized):
κατάκορος
Headword (normalized/stripped):
κατακορος
IDX:
45832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45833
Key:

Data

{'content': 'to excess, intemperately'}