Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακονδυλίζω
κατακονδύλιστος
κατακοντίζω
κατακοπή
κατάκοπος
κατακόπτης
κατακόπτω
κατακόπωσις
κατακορακόω
κατακορής
κατακορμίζω
κατάκορος
κατακοσμέω
κατακόσμησις
κατακοσμητέος
κατάκοσμος
κατακοτταβίζω
κατάκουσις
κατακουστής
κατακούω
κατακράζω
View word page
κατακορμίζω
cut wood into logs

ShortDef

cut wood into logs

Debugging

Headword:
κατακορμίζω
Headword (normalized):
κατακορμίζω
Headword (normalized/stripped):
κατακορμιζω
IDX:
45831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45832
Key:

Data

{'content': 'cut wood into logs'}