Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακονά
κατακονδυλίζω
κατακονδύλιστος
κατακοντίζω
κατακοπή
κατάκοπος
κατακόπτης
κατακόπτω
κατακόπωσις
κατακορακόω
κατακορής
κατακορμίζω
κατάκορος
κατακοσμέω
κατακόσμησις
κατακοσμητέος
κατάκοσμος
κατακοτταβίζω
κατάκουσις
κατακουστής
κατακούω
View word page
κατακορής
satiated, glutted

ShortDef

satiated, glutted

Debugging

Headword:
κατακορής
Headword (normalized):
κατακορής
Headword (normalized/stripped):
κατακορης
IDX:
45830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45831
Key:

Data

{'content': 'satiated, glutted'}