Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακομψεύομαι
κατακονά
κατακονδυλίζω
κατακονδύλιστος
κατακοντίζω
κατακοπή
κατάκοπος
κατακόπτης
κατακόπτω
κατακόπωσις
κατακορακόω
κατακορής
κατακορμίζω
κατάκορος
κατακοσμέω
κατακόσμησις
κατακοσμητέος
κατάκοσμος
κατακοτταβίζω
κατάκουσις
κατακουστής
View word page
κατακορακόω
fasten up, close

ShortDef

fasten up, close

Debugging

Headword:
κατακορακόω
Headword (normalized):
κατακορακόω
Headword (normalized/stripped):
κατακορακοω
IDX:
45829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45830
Key:

Data

{'content': 'fasten up, close'}