Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμητήρ
ἀμητήριον
ἀμητής
ἀμητικός
ἀμητίσκος
ἄμητος
ἀμήτωρ
ἀμηχανάω
ἀμηχανέω
ἀμηχανία
ἀμηχανίη
ἀμηχανοεργός
ἀμηχανοποιέομαι
ἀμήχανος
ἁμηῷος
ἄμι
ἀμία
ἀμία2
ἀμίαντος
ἀμίας
ἀμιγής
View word page
ἀμηχανίη
helplessness, despair

ShortDef

helplessness, despair

Debugging

Headword:
ἀμηχανίη
Headword (normalized):
ἀμηχανίη
Headword (normalized/stripped):
αμηχανιη
IDX:
4582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4583
Key:

Data

{'content': 'helplessness, despair'}