Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακομπολακυθέω
κατακομψεύομαι
κατακονά
κατακονδυλίζω
κατακονδύλιστος
κατακοντίζω
κατακοπή
κατάκοπος
κατακόπτης
κατακόπτω
κατακόπωσις
κατακορακόω
κατακορής
κατακορμίζω
κατάκορος
κατακοσμέω
κατακόσμησις
κατακοσμητέος
κατάκοσμος
κατακοτταβίζω
κατάκουσις
View word page
κατακόπωσις
wearying

ShortDef

wearying

Debugging

Headword:
κατακόπωσις
Headword (normalized):
κατακόπωσις
Headword (normalized/stripped):
κατακοπωσις
IDX:
45828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45829
Key:

Data

{'content': 'wearying'}