Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατακομίζω
κατάκομος
κατακομπολακυθέω
κατακομψεύομαι
κατακονά
κατακονδυλίζω
κατακονδύλιστος
κατακοντίζω
κατακοπή
κατάκοπος
κατακόπτης
κατακόπτω
κατακόπωσις
κατακορακόω
κατακορής
κατακορμίζω
κατάκορος
κατακοσμέω
κατακόσμησις
κατακοσμητέος
κατάκοσμος
View word page
κατακόπτης
cutter up
ShortDef
cutter up
Debugging
Headword:
κατακόπτης
Headword (normalized):
κατακόπτης
Headword (normalized/stripped):
κατακοπτης
IDX:
45826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45827
Key:
Data
{'content': 'cutter up'}