Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακολυμβάω
κατακολυμβητής
κατακομάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
κατακομπολακυθέω
κατακομψεύομαι
κατακονά
κατακονδυλίζω
κατακονδύλιστος
κατακοντίζω
κατακοπή
κατάκοπος
κατακόπτης
κατακόπτω
κατακόπωσις
κατακορακόω
κατακορής
κατακορμίζω
κατάκορος
View word page
κατακονδύλιστος
well cuffed

ShortDef

well cuffed

Debugging

Headword:
κατακονδύλιστος
Headword (normalized):
κατακονδύλιστος
Headword (normalized/stripped):
κατακονδυλιστος
IDX:
45822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45823
Key:

Data

{'content': 'well cuffed'}