Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακολούω
κατακολπίζω
κατακόλπισις
κατακολυμβάω
κατακολυμβητής
κατακομάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
κατακομπολακυθέω
κατακομψεύομαι
κατακονά
κατακονδυλίζω
κατακονδύλιστος
κατακοντίζω
κατακοπή
κατάκοπος
κατακόπτης
κατακόπτω
κατακόπωσις
κατακορακόω
View word page
κατακομψεύομαι
speak elegantly

ShortDef

speak elegantly

Debugging

Headword:
κατακομψεύομαι
Headword (normalized):
κατακομψεύομαι
Headword (normalized/stripped):
κατακομψευομαι
IDX:
45819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45820
Key:

Data

{'content': 'speak elegantly'}