Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακολουθία
κατακόλουθος
κατακολούω
κατακολπίζω
κατακόλπισις
κατακολυμβάω
κατακολυμβητής
κατακομάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
κατακομπολακυθέω
κατακομψεύομαι
κατακονά
κατακονδυλίζω
κατακονδύλιστος
κατακοντίζω
κατακοπή
κατάκοπος
κατακόπτης
κατακόπτω
View word page
κατάκομος
with long falling hair

ShortDef

with long falling hair

Debugging

Headword:
κατάκομος
Headword (normalized):
κατάκομος
Headword (normalized/stripped):
κατακομος
IDX:
45817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45818
Key:

Data

{'content': 'with long falling hair'}