Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατακολουθητέον
κατακολουθία
κατακόλουθος
κατακολούω
κατακολπίζω
κατακόλπισις
κατακολυμβάω
κατακολυμβητής
κατακομάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
κατακομπολακυθέω
κατακομψεύομαι
κατακονά
κατακονδυλίζω
κατακονδύλιστος
κατακοντίζω
κατακοπή
κατάκοπος
κατακόπτης
View word page
κατακομίζω
to bring down
ShortDef
to bring down
Debugging
Headword:
κατακομίζω
Headword (normalized):
κατακομίζω
Headword (normalized/stripped):
κατακομιζω
IDX:
45816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45817
Key:
Data
{'content': 'to bring down'}