Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάκολλος
κατακολουθέω
κατακολουθητέον
κατακολουθία
κατακόλουθος
κατακολούω
κατακολπίζω
κατακόλπισις
κατακολυμβάω
κατακολυμβητής
κατακομάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
κατακομπολακυθέω
κατακομψεύομαι
κατακονά
κατακονδυλίζω
κατακονδύλιστος
κατακοντίζω
κατακοπή
View word page
κατακομάω
wear the hair long

ShortDef

wear the hair long

Debugging

Headword:
κατακομάω
Headword (normalized):
κατακομάω
Headword (normalized/stripped):
κατακομαω
IDX:
45814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45815
Key:

Data

{'content': 'wear the hair long'}