Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακολλάω
κατάκολλος
κατακολουθέω
κατακολουθητέον
κατακολουθία
κατακόλουθος
κατακολούω
κατακολπίζω
κατακόλπισις
κατακολυμβάω
κατακολυμβητής
κατακομάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
κατακομπολακυθέω
κατακομψεύομαι
κατακονά
κατακονδυλίζω
κατακονδύλιστος
κατακοντίζω
View word page
κατακολυμβητής
diver

ShortDef

diver

Debugging

Headword:
κατακολυμβητής
Headword (normalized):
κατακολυμβητής
Headword (normalized/stripped):
κατακολυμβητης
IDX:
45813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45814
Key:

Data

{'content': 'diver'}