Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάκοιτος
κατακολλάω
κατάκολλος
κατακολουθέω
κατακολουθητέον
κατακολουθία
κατακόλουθος
κατακολούω
κατακολπίζω
κατακόλπισις
κατακολυμβάω
κατακολυμβητής
κατακομάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
κατακομπολακυθέω
κατακομψεύομαι
κατακονά
κατακονδυλίζω
κατακονδύλιστος
View word page
κατακολυμβάω
to dive down
ShortDef
to dive down
Debugging
Headword:
κατακολυμβάω
Headword (normalized):
κατακολυμβάω
Headword (normalized/stripped):
κατακολυμβαω
IDX:
45812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45813
Key:
Data
{'content': 'to dive down'}