Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακοινωνέω
κατακοιρανέω
κατάκοιτος
κατακολλάω
κατάκολλος
κατακολουθέω
κατακολουθητέον
κατακολουθία
κατακόλουθος
κατακολούω
κατακολπίζω
κατακόλπισις
κατακολυμβάω
κατακολυμβητής
κατακομάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
κατακομπολακυθέω
κατακομψεύομαι
κατακονά
View word page
κατακολπίζω
to run into a bay

ShortDef

to run into a bay

Debugging

Headword:
κατακολπίζω
Headword (normalized):
κατακολπίζω
Headword (normalized/stripped):
κατακολπιζω
IDX:
45810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45811
Key:

Data

{'content': 'to run into a bay'}