Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακοιμιστής
κατακοινωνέω
κατακοιρανέω
κατάκοιτος
κατακολλάω
κατάκολλος
κατακολουθέω
κατακολουθητέον
κατακολουθία
κατακόλουθος
κατακολούω
κατακολπίζω
κατακόλπισις
κατακολυμβάω
κατακολυμβητής
κατακομάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
κατακομπολακυθέω
κατακομψεύομαι
View word page
κατακολούω
cut short

ShortDef

cut short

Debugging

Headword:
κατακολούω
Headword (normalized):
κατακολούω
Headword (normalized/stripped):
κατακολουω
IDX:
45809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45810
Key:

Data

{'content': 'cut short'}