Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακοιμισμός
κατακοιμιστής
κατακοινωνέω
κατακοιρανέω
κατάκοιτος
κατακολλάω
κατάκολλος
κατακολουθέω
κατακολουθητέον
κατακολουθία
κατακόλουθος
κατακολούω
κατακολπίζω
κατακόλπισις
κατακολυμβάω
κατακολυμβητής
κατακομάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
κατακομπολακυθέω
View word page
κατακόλουθος
following

ShortDef

following

Debugging

Headword:
κατακόλουθος
Headword (normalized):
κατακόλουθος
Headword (normalized/stripped):
κατακολουθος
IDX:
45808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45809
Key:

Data

{'content': 'following'}