Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακοιμητικός
κατακοιμίζω
κατακοιμισμός
κατακοιμιστής
κατακοινωνέω
κατακοιρανέω
κατάκοιτος
κατακολλάω
κατάκολλος
κατακολουθέω
κατακολουθητέον
κατακολουθία
κατακόλουθος
κατακολούω
κατακολπίζω
κατακόλπισις
κατακολυμβάω
κατακολυμβητής
κατακομάω
κατακομιδή
κατακομίζω
View word page
κατακολουθητέον
one must follow

ShortDef

one must follow

Debugging

Headword:
κατακολουθητέον
Headword (normalized):
κατακολουθητέον
Headword (normalized/stripped):
κατακολουθητεον
IDX:
45806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45807
Key:

Data

{'content': 'one must follow'}