Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατακοίμησις
κατακοιμητικός
κατακοιμίζω
κατακοιμισμός
κατακοιμιστής
κατακοινωνέω
κατακοιρανέω
κατάκοιτος
κατακολλάω
κατάκολλος
κατακολουθέω
κατακολουθητέον
κατακολουθία
κατακόλουθος
κατακολούω
κατακολπίζω
κατακόλπισις
κατακολυμβάω
κατακολυμβητής
κατακομάω
κατακομιδή
View word page
κατακολουθέω
to follow after, obey

ShortDef

to follow after, obey

Debugging

Headword:
κατακολουθέω
Headword (normalized):
κατακολουθέω
Headword (normalized/stripped):
κατακολουθεω
IDX:
45805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45806
Key:

Data

{'content': 'to follow after, obey'}