Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατακοιμάω
κατακοίμησις
κατακοιμητικός
κατακοιμίζω
κατακοιμισμός
κατακοιμιστής
κατακοινωνέω
κατακοιρανέω
κατάκοιτος
κατακολλάω
κατάκολλος
κατακολουθέω
κατακολουθητέον
κατακολουθία
κατακόλουθος
κατακολούω
κατακολπίζω
κατακόλπισις
κατακολυμβάω
κατακολυμβητής
κατακομάω
View word page
κατάκολλος
mixed with glue
ShortDef
mixed with glue
Debugging
Headword:
κατάκολλος
Headword (normalized):
κατάκολλος
Headword (normalized/stripped):
κατακολλος
IDX:
45804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45805
Key:
Data
{'content': 'mixed with glue'}